- ὑπολίζων
- ὑπ-ολίζων, ονος (comp. from ὀλίγος): somewhat smaller, on a smaller scale, Il. 18.519†. Also written as two words.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπολίζων — όλιζον, Α (επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. τού ὀλίγος] … Dictionary of Greek
ὑπολίζονες — ὑπολίζων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)